- συμμορφιζομαι
- συμμορφίζομαισυμ-μορφίζομαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συμμορφιζομένων — συμμορφίζομαι to be conformed to pres part mp fem gen pl συμμορφίζομαι to be conformed to pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμορφιζομένη — συμμορφίζομαι to be conformed to pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμορφιζόμενος — συμμορφίζομαι to be conformed to pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμορφίζω — Α [σύμμορφος] (κυρίως το παθ.) συμμορφίζομαι γίνομαι όμοιος ως προς τη μορφή … Dictionary of Greek